- αγλί
- τοβλ. αγκλί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγλίθων — ἀγλί̱θων , ἄγλις clove fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλίς — ἀγλί̱ς , ἄγλις clove fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγλιθας — ἄγλῑθας , ἄγλις clove fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγλιθες — ἄγλῑθες , ἄγλις clove fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγλις — ἄγλῑς , ἄγλις clove fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκλί — και αγλί, το [αντλίον] κολοκύθα κομμένη κατά μήκος στα δύο, που χρησιμοποιείται για την άντληση νερού από πηγή ή για τη μεταφορά υγρού (νερού, κρασιού κ.ά.) από δοχείο σε δοχείο … Dictionary of Greek